ενσφηνώνω

ενσφηνώνω
[-ώ (ο)] μετ. вклинивать; вбивать, вставлять клин;

ενσφηνώνομαι [-οβμαι]

1) — вклиниваться; — застревать;

2) перен. засесть в голове; втемяшиться (разг );
μου ενεσφηνώθη η ιδέα, ότι.., мне засела в голову мысль, что...

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ενσφηνώνω" в других словарях:

  • ενσφηνώνω — και ενσφηνώ, όω (AM ἐνσφηνῶ) [σφηνώ] σφηνώνω κάτι, μπήγω σαν σφήνα μέσα ή επάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ενσφηνωτικός — ή, ό [ενσφηνώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενσφήνωση …   Dictionary of Greek

  • συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»